- ντιέζ
- η άκλ. муз. диез
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντιέζ — η μουσ. δίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. diese < λατ. diesis < δίεσις] … Dictionary of Greek
Αμπού, Εντμόντ — (Edmond About, Ντιέζ 1828 – Παρίσι 1885). Γάλλος συγγραφέας, ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος. Το 1851 ήρθε στην Αθήνα ως υπότροφος στη Γαλλική Σχολή. Στο διάστημα της τετραετούς παραμονής του περιόδευσε όλη τη χώρα και γυρίζοντας στο Παρίσι… … Dictionary of Greek
Σαρπαντιέ, Γκυστάβ — (Charpentier). Γάλλος συνθέτης (Ντιεζ, Λωραίνη 1860 Παρίσι 1956). Αφού τελείωσε τη μαθητεία του στο Ωδείο της Λίλλης, ο Σ. πήγε στο Παρίσι όπου σπούδασε σύνθεση με το Μασενέ, τον οποίο διαδέχτηκε στο Ινστιτούτο το 1912, όταν ο δάσκαλος… … Dictionary of Greek